- ανταριάζω
- sise gömülmek, kargasa içine düşmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ανταριάζω — ανταριάζω, αντάριασα, ανταριασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: ανταριάζω : κυρίως με παθητική αξία κυριεύομαι από αντάρα (ομίχλη, καταχνιά ή ταραχή, αναστάτωση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανταριάζω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία 2. αναστατώνω, καταπιέζω, κακοποιώ 3. γεμίζω ομίχλη, σκοτεινιάζω 4. σείομαι, τραντάζομαι, φουρτουνιάζω 5. ( ομαι) ανακατεύομαι, ζαλίζομαι … Dictionary of Greek
ανταριάζω — (και ανταρεύω), ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, σκοτεινιάζω, αναστατώνω: Ήταν πολύ ανταριασμένος από τα λόγια που του είπε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)